βροντή

βροντή
Ισχυρός κρότος που ακολουθεί την αστραπή και τον κεραυνό και γενικά κάθε κρότος που είναι ισχυρός. (Λαογρ.) Στο πλαίσιο της λαϊκής παράδοσης, το μπουμπουνητό αποδίδεται στο άρμα του προφήτη Ηλία, ο οποίος κυνηγά κάποιον δράκο ή στον αρχάγγελο Μιχαήλ που ρίχνει με το κανόνι του εναντίον του διαβόλου. (Μετεωρ.) Η β. ως μετεωρολογικό φαινόμενο οφείλεται στις παλμικές κινήσεις του αέρα που προκαλεί η απότομη θέρμανση και ψύξη του την ώρα που σημειώνεται ηλεκτρική εκκένωση στην ατμόσφαιρα. Οι εκκενώσεις αυτές συνοδεύονται αρχικά από λάμψη, την αστραπή, και στη συνέχεια από τη β. (το μπουμπουνητό). Αν μετρήσουμε το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην αστραπή και στο άκουσμα της β. και πολλαπλασιάσουμε τα δευτερόλεπτα που αντιστοιχούν σε αυτό με 340, θα έχουμε την απόσταση εμφάνισης της αστραπής.
* * *
η (AM βροντή)
ο ισχυρός κρότος που συνοδεύει την αστραπή και τον κεραυνό
νεοελλ.
1. οποιοσδήποτε ισχυρός κρότος
2. κεραυνός
αρχ.
το να μένει κανείς εμβρόντητος, η κατάπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω, με ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και επίθημα -τᾱ, τη.
ΠΑΡ. βροντώ
αρχ.
βρονταίος, βροντείον (αρχ. -μσν.) βροντηδόν
μσν.- νεοελλ.
βροντώδης
νεοελλ.
βροντερός, βροντίζω.
ΣΥΝΘ. μσν. βροντολόγιον
μσν.- νεοελλ.
βροντοκούδουνο(ν), βροντόφωνος
νεοελλ.
βροντοκοπανώ, βροντοκοπώ, βροντόκραυγος, βροντοκυλώ, βροντόλαλος, βροντομανώ, βροντότριχα, βροντοφωνάζω, βροντοχτυπώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βροντή — thunder fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντῇ — βροντάω thunder pres subj mp 2nd sg (doric) βροντάω thunder pres ind mp 2nd sg (doric) βροντάω thunder pres subj act 3rd sg (doric) βροντάω thunder pres ind act 3rd sg (doric) βροντάω thunder pres subj mp 2nd sg (epic ionic) βροντάω thunder pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντή — η 1. ο κρότος που συνοδεύει την αστραπή, το μπουμπουνητό: Η ανοιξιάτικη βροχή συνοδευόταν από βροντές και αστραπές. 2. ισχυρός κρότος, πάταγος: Πολλές φορές ακούγονται βροντές τη νύχτα από το σπίτι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βροντῆι — βροντῇ , βροντάω thunder pres subj mp 2nd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres ind mp 2nd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres subj act 3rd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres ind act 3rd sg (doric) βροντῇ , βροντάω thunder pres subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντίζω — [βροντή] κάνω θόρυβο σαν της βροντής …   Dictionary of Greek

  • βρονταῖς — βροντή thunder fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρονταῖσι — βροντή thunder fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρονταῖσιν — βροντή thunder fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρονταί — βροντή thunder fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροντήν — βροντή thunder fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”